ραφείο

ραφείο
το / ῥαφεῑον, ΝΜΑ, και ραπτρεῑον Α [ῥαφεύς]
εργαστήριο ραπτικής, κυρίως ανδρικών ενδυμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραφείο — το το εργαστήριο του ράφτη, ραφτάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σηματορραφείο — το, Ν ναυτ. ραφείο ναυστάθμου, όπου ράβονται ή επιδιορθώνονται σημαίες και σήματα τού στόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + ραφείο] …   Dictionary of Greek

  • ιερορραφείο — το ραφείο ιερατικών ενδυμάτων …   Dictionary of Greek

  • ραπτεργάτης — ο, θηλ. ραπτεργάτρια, Ν εργάτης, τεχνίτης σε ραφείο ή σε εργοστάσιο κατασκευής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράπτης + εργάτης] …   Dictionary of Greek

  • ραπτρείον — τὸ, Α βλ. ραφείο …   Dictionary of Greek

  • ραφτάδικο — και ραπτάδικο, το, Ν το ραφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφτης / ράπτης + κατάλ. άδικο (πρβλ. βενζιν άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • ραφτάδικο — το το ραφείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγκοραφτάδικο — το ραφείο αντρικών ρούχων ευρωπαϊκού τύπου, το κατάστημα του φραγκοράφτη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”